- εξανθράκωμα
- τό1) результат обезуглероживания; 2) кокс
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξανθράκωμα — το [εξανθρακώνω] 1. το αποτέλεσμα τού εξανθρακώνω 2. χημ. το υπόλειμμα που απομένει από την ξηρά απόσταξη τών λιθανθράκων, το κοκ … Dictionary of Greek